βιοτεχνικός

βιοτεχνικός
-ή, -ό
ο σχετικός με τη βιοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αναστάσιο Κ. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βιοτεχνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη βιοτεχνία και στο βιοτέχνη: Τα βιοτεχνικά είδη όλο και λιγοστεύουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

  • σηροτροφία — η γεωργικός και βιοτεχνικός κλάδος που ασχολείται με τη διατροφή του μεταξοσκώληκα και την παραγωγή μεταξιού: Η σηροτροφία κατά τη βυζαντινή εποχή ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη στην Πελοπόννησο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”